ρέκορντμαν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ρέκορντμαν < αγγλική recordman

Ουσιαστικό

ρέκορντμαν αρσενικό άκλιτο (θηλυκό: ρεκορντγούμαν)

  • (αθλητισμός) ο αθλητής που κατέχει ή έχει επιτύχει στο παρελθόν ένα ρεκόρ (παγκόσμιο, εθνικό κλπ) σε κάποιο αγώνισμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.