ρέγουλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το ρέγουλο
      γενική του ρέγουλου
    αιτιατική το ρέγουλο
     κλητική ρέγουλο
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρέγουλο < ρέγουλ(α) (θηλυκό) + -ο

Ουσιαστικό

ρέγουλο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  • (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του ρέγουλα
      Η διαδρομή είναι απολαυστική, ειδικά το τελευταίο μέρος του μονοπατιού που κρέμεται πάνω απ' τη θάλασσα. Όμως, είναι μέτριας δυσκολίας και διαρκεί περί τις 2,5 ώρες πήγαιν' έλα, συνεπώς με ρέγουλο το θείο τσιπουράκι του Φιλάρετου, δεν μπορεί να τρεκλίζεις, η ασφάλεια πρωτεύει. (*)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.