πυρογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πυρογραφώ < πυρογράφος + -ώ (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική pyrograph)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις πυρογραφία, πυρ και γράφω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πυρογραφώ | πυρογραφούσα | θα πυρογραφώ | να πυρογραφώ | πυρογραφώντας | |
| β' ενικ. | πυρογραφείς | πυρογραφούσες | θα πυρογραφείς | να πυρογραφείς | (πυρογράφει) | |
| γ' ενικ. | πυρογραφεί | πυρογραφούσε | θα πυρογραφεί | να πυρογραφεί | ||
| α' πληθ. | πυρογραφούμε | πυρογραφούσαμε | θα πυρογραφούμε | να πυρογραφούμε | ||
| β' πληθ. | πυρογραφείτε | πυρογραφούσατε | θα πυρογραφείτε | να πυρογραφείτε | πυρογραφείτε | |
| γ' πληθ. | πυρογραφούν(ε) | πυρογραφούσαν(ε) | θα πυρογραφούν(ε) | να πυρογραφούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πυρογράφησα | θα πυρογραφήσω | να πυρογραφήσω | πυρογραφήσει | ||
| β' ενικ. | πυρογράφησες | θα πυρογραφήσεις | να πυρογραφήσεις | πυρογράφησε | ||
| γ' ενικ. | πυρογράφησε | θα πυρογραφήσει | να πυρογραφήσει | |||
| α' πληθ. | πυρογραφήσαμε | θα πυρογραφήσουμε | να πυρογραφήσουμε | |||
| β' πληθ. | πυρογραφήσατε | θα πυρογραφήσετε | να πυρογραφήσετε | πυρογραφήστε | ||
| γ' πληθ. | πυρογράφησαν πυρογραφήσαν(ε) |
θα πυρογραφήσουν(ε) | να πυρογραφήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πυρογραφήσει | είχα πυρογραφήσει | θα έχω πυρογραφήσει | να έχω πυρογραφήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πυρογραφήσει | είχες πυρογραφήσει | θα έχεις πυρογραφήσει | να έχεις πυρογραφήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πυρογραφήσει | είχε πυρογραφήσει | θα έχει πυρογραφήσει | να έχει πυρογραφήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πυρογραφήσει | είχαμε πυρογραφήσει | θα έχουμε πυρογραφήσει | να έχουμε πυρογραφήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πυρογραφήσει | είχατε πυρογραφήσει | θα έχετε πυρογραφήσει | να έχετε πυρογραφήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πυρογραφήσει | είχαν πυρογραφήσει | θα έχουν πυρογραφήσει | να έχουν πυρογραφήσει |
| |
Πηγές
- πυρογραφώ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.