πτωχαδάκι

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

πτωχαδάκι < φτωχ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -αδάκι

Ουσιαστικό

πτωχαδάκι ουδέτερο

Συνώνυμα

  • πτωχάκι (ουσιατικό)
  • πτωχούλης
  • πτωχούλικος
  • πτωχούτσικος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.