πτοοῦμεν
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρηματικός τύπος
πτοοῦμεν
- α΄ πρόσωπο πληθυντικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του πτοῶ (συνηρημένο )
- ασυναίρετη μορφή: πτοέομεν του πτοέω
- στα νέα ελληνικά: πτοούμε
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.