πτολίεθρον
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
πτολίεθρον
< ομηρική λέξη
πτόλις
Ουσιαστικό
πτολίεθρον
ουδέτερο
πόλις
με περιτείχιση,
ακρόπολη
Συνώνυμα
πτόλις
Παράγωγα
πτολίπορθος
πτολιπόρθιος
ἱερὸν πτολίεθρον
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.