πρότασις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πρότασῐς αἱ προτάσεις
      γενική τῆς προτάσεως τῶν προτάσεων
      δοτική τῇ προτάσει ταῖς προτάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πρότασῐν τὰς προτάσεις
     κλητική ! πρότασῐ προτάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προτάσει
γεν-δοτ τοῖν  προτασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρότασις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πρότασις, -εως θηλυκό

  1. ζητούμενο λήμμα
  2. πρόταση

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.