πρόσληψις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πρόσληψῐς αἱ προσλήψεις
      γενική τῆς προσλήψεως τῶν προσλήψεων
      δοτική τῇ προσλήψει ταῖς προσλήψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πρόσληψῐν τὰς προσλήψεις
     κλητική ! πρόσληψῐ προσλήψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προσλήψει
γεν-δοτ τοῖν  προσληψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρόσληψις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πρόσληψις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.