πρόσθεσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πρόσθεσῐς | αἱ | προσθέσεις |
| γενική | τῆς | προσθέσεως | τῶν | προσθέσεων |
| δοτική | τῇ | προσθέσει | ταῖς | προσθέσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | πρόσθεσῐν | τὰς | προσθέσεις |
| κλητική ὦ! | πρόσθεσῐ | προσθέσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προσθέσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | προσθεσέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρόσθεσις < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- πρόσθεσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρόσθεσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.