πρόσθεν

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πρόσθεν < σχηματισμός αντί της αναμενόμενης μορφής πρό + -θεν, όπως η μεσαιωνική ελληνική πρόθεν. Κατά τα επιρρήματα όπως το αντίθετο ὄπιθεν, κ.ά. (όπως ἔντοσθεν)[1]

Επίρρημα

πρόσθεν

  1. (τοπικό επίρρημα) μπροστά από
     αντώνυμα: ὄπιθεν
    και με σημασία: υπεράσπιση
  2. (χρονικό επίρρημα) άλλοτε, πριν, προηγουμένως, νωρίτερα

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.