πρωτοφορώ
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
- πρωτοφορεμένος
- πρωτοφόρετος
- → δείτε τις λέξεις πρώτος και φορώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πρωτοφοράω - πρωτοφορώ | πρωτοφορούσα | θα πρωτοφοράω - πρωτοφορώ | να πρωτοφοράω - πρωτοφορώ | πρωτοφορώντας | |
| β' ενικ. | πρωτοφοράς | πρωτοφορούσες | θα πρωτοφοράς | να πρωτοφοράς | πρωτοφόρα - πρωτοφόραγε | |
| γ' ενικ. | πρωτοφοράει - πρωτοφορά | πρωτοφορούσε | θα πρωτοφοράει - πρωτοφορά | να πρωτοφοράει - πρωτοφορά | ||
| α' πληθ. | πρωτοφοράμε - πρωτοφορούμε | πρωτοφορούσαμε | θα πρωτοφοράμε - πρωτοφορούμε | να πρωτοφοράμε - πρωτοφορούμε | ||
| β' πληθ. | πρωτοφοράτε | πρωτοφορούσατε | θα πρωτοφοράτε | να πρωτοφοράτε | πρωτοφοράτε | |
| γ' πληθ. | πρωτοφοράν(ε) - πρωτοφορούν(ε) | πρωτοφορούσαν(ε) | θα πρωτοφοράν(ε) - πρωτοφορούν(ε) | να πρωτοφοράν(ε) - πρωτοφορούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πρωτοφόρησα | θα πρωτοφορήσω | να πρωτοφορήσω | πρωτοφορήσει | ||
| β' ενικ. | πρωτοφόρησες | θα πρωτοφορήσεις | να πρωτοφορήσεις | πρωτοφόρα - πρωτοφόρησε | ||
| γ' ενικ. | πρωτοφόρησε | θα πρωτοφορήσει | να πρωτοφορήσει | |||
| α' πληθ. | πρωτοφορήσαμε | θα πρωτοφορήσουμε | να πρωτοφορήσουμε | |||
| β' πληθ. | πρωτοφορήσατε | θα πρωτοφορήσετε | να πρωτοφορήσετε | πρωτοφορήστε | ||
| γ' πληθ. | πρωτοφόρησαν πρωτοφορήσαν(ε) |
θα πρωτοφορήσουν(ε) | να πρωτοφορήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πρωτοφορήσει | είχα πρωτοφορήσει | θα έχω πρωτοφορήσει | να έχω πρωτοφορήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πρωτοφορήσει | είχες πρωτοφορήσει | θα έχεις πρωτοφορήσει | να έχεις πρωτοφορήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πρωτοφορήσει | είχε πρωτοφορήσει | θα έχει πρωτοφορήσει | να έχει πρωτοφορήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πρωτοφορήσει | είχαμε πρωτοφορήσει | θα έχουμε πρωτοφορήσει | να έχουμε πρωτοφορήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πρωτοφορήσει | είχατε πρωτοφορήσει | θα έχετε πρωτοφορήσει | να έχετε πρωτοφορήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πρωτοφορήσει | είχαν πρωτοφορήσει | θα έχουν πρωτοφορήσει | να έχουν πρωτοφορήσει |
| |
Μεταφράσεις
πρωτοφορώ
|
|
Πηγές
- πρωτοφορώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πρωτοφορώ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.