προύνη
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | προύνη | αἱ | προῦναι |
| γενική | τῆς | προύνης | τῶν | προυνῶν |
| δοτική | τῇ | προύνῃ | ταῖς | προύναις |
| αιτιατική | τὴν | προύνην | τὰς | προύνᾱς |
| κλητική ὦ! | προύνη | προῦναι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προύνᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | προύναιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
προύνη θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (φυτό) άλλη μορφή του προύμνη, συνώνυμο του προῦμνος: η δαμασκηνιά
Πηγές
- προύνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.