προσηλιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσηλιάζω < ελληνιστική κοινή προσηλιάζω < αρχαία ελληνική προσήλιος < πρός + ἥλιος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προσηλιάζω | προσήλιαζα | θα προσηλιάζω | να προσηλιάζω | προσηλιάζοντας | |
| β' ενικ. | προσηλιάζεις | προσήλιαζες | θα προσηλιάζεις | να προσηλιάζεις | προσήλιαζε | |
| γ' ενικ. | προσηλιάζει | προσήλιαζε | θα προσηλιάζει | να προσηλιάζει | ||
| α' πληθ. | προσηλιάζουμε | προσηλιάζαμε | θα προσηλιάζουμε | να προσηλιάζουμε | ||
| β' πληθ. | προσηλιάζετε | προσηλιάζατε | θα προσηλιάζετε | να προσηλιάζετε | προσηλιάζετε | |
| γ' πληθ. | προσηλιάζουν(ε) | προσήλιαζαν προσηλιάζαν(ε) |
θα προσηλιάζουν(ε) | να προσηλιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προσήλιασα | θα προσηλιάσω | να προσηλιάσω | προσηλιάσει | ||
| β' ενικ. | προσήλιασες | θα προσηλιάσεις | να προσηλιάσεις | προσήλιασε | ||
| γ' ενικ. | προσήλιασε | θα προσηλιάσει | να προσηλιάσει | |||
| α' πληθ. | προσηλιάσαμε | θα προσηλιάσουμε | να προσηλιάσουμε | |||
| β' πληθ. | προσηλιάσατε | θα προσηλιάσετε | να προσηλιάσετε | προσηλιάστε | ||
| γ' πληθ. | προσήλιασαν προσηλιάσαν(ε) |
θα προσηλιάσουν(ε) | να προσηλιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προσηλιάσει | είχα προσηλιάσει | θα έχω προσηλιάσει | να έχω προσηλιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προσηλιάσει | είχες προσηλιάσει | θα έχεις προσηλιάσει | να έχεις προσηλιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προσηλιάσει | είχε προσηλιάσει | θα έχει προσηλιάσει | να έχει προσηλιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προσηλιάσει | είχαμε προσηλιάσει | θα έχουμε προσηλιάσει | να έχουμε προσηλιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προσηλιάσει | είχατε προσηλιάσει | θα έχετε προσηλιάσει | να έχετε προσηλιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προσηλιάσει | είχαν προσηλιάσει | θα έχουν προσηλιάσει | να έχουν προσηλιάσει |
| |
Μεταφράσεις
προσηλιάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.