προξενέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

προξενέω < πρόξεν(ος) +  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /prok.se.né.ɔː/ προφορά του 5ου αιώνα πκε

Ρήμα

προξενέω, συνηρημένο προξενῶ

  1. είμαι πρόξενος (μιας πόλης)
  2. επιφέρω κάτι ως αποτέλεσμα για κάποιον άλλον, προξενώ
  3. συστήνω ή συνιστώ κάποιον σε κάποιον άλλον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.