προκατάληψις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προκατάληψῐς αἱ προκαταλήψεις
      γενική τῆς προκαταλήψεως τῶν προκαταλήψεων
      δοτική τῇ προκαταλήψει ταῖς προκαταλήψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν προκατάληψῐν τὰς προκαταλήψεις
     κλητική ! προκατάληψῐ προκαταλήψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προκαταλήψει
γεν-δοτ τοῖν  προκαταληψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προκατάληψις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

προκατάληψις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.