προκάλυψις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προκάλυψῐς αἱ προκαλύψεις
      γενική τῆς προκαλύψεως τῶν προκαλύψεων
      δοτική τῇ προκαλύψει ταῖς προκαλύψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν προκάλυψῐν τὰς προκαλύψεις
     κλητική ! προκάλυψῐ προκαλύψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προκαλύψει
γεν-δοτ τοῖν  προκαλυψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προκάλυψις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

προκάλυψις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.