πρεστίζ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πρεστίζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική prestige[1] < λατινικά praestigium (=απάτη, γοητεία, δόλος)

Ουσιαστικό

πρεστίζ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.