πραγμάτευσις

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πραγμάτευσις αἱ πραγματεύσεις
      γενική τῆς πραγματεύσεως τῶν πραγματεύσεων
      δοτική τῇ πραγματεύσει ταῖς πραγματεύσεσι(ν)
    αιτιατική τὴν πραγμάτευσιν τὰς πραγματεύσεις
     κλητική ! πραγμάτευσι πραγματεύσεις
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πραγμάτευσις < αρχαία ελληνική πραγματεύ(ομαι) + -σις
Η λέξη δημιουργήθηκε από τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο το 1859 [1]

Ουσιαστικό

πραγμάτευσις θηλυκό

Αναφορές

  1. σελ. 834, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.