πουνέντης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πουνέντες | οι | πουνέντηδες |
| γενική | του | πουνέντε | των | πουνέντηδων |
| αιτιατική | τον | πουνέντε | τους | πουνέντηδες |
| κλητική | πουνέντε | πουνέντηδες | ||
| Κατηγορία όπως «κόντες» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.