πορτοκάλια
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /poɾ.toˈka.ʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πορ‐το‐κά‐λια
- τονικό παρώνυμο: πορτοκαλιά
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
πορτοκάλια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πορτοκάλι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.