πολύχρως
| Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. Παρατηρήσεις: 1) Τα αττικόκλιτα λήγοντα σε -ως από -αος (ἀγήρως), ή εδώ, από -οος > ως αντί -ους και όχι (ἵλεως)-εως από -αος, θα πρέπει να έχουν διαφορετικό πληθυντικό ουδέτερου, όπως και το ἀγήρως. Μήπως παραμένει ασυναίρετο ως πολύχροᾰ, ή μήπως το συναιρεί σε πολύχρω 2) Ως διγενές, μονοκατάληκτο -ως, -ωτος μόνο κατά Pape. Μια επιβεβαίωση? Ευχαριστώ ‑‑Sarri.greek ♫ | 01:22, 25 Αυγούστου 2022 (UTC) |
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- πολύχρως < πολύ- + -χρως
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | πολύχρως | οἱ/αἱ | πολύχρωτες |
| γενική | τοῦ/τῆς | πολύχρωτος | τῶν | πολυχρώτων |
| δοτική | τῷ/τῇ | πολύχρωτῐ | τοῖς/ταῖς | πολύχρωσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | πολύχρωτᾰ | τοὺς/τὰς | πολύχρωτᾰς |
| κλητική ὦ! | πολύχρως | πολύχρωτες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολύχρωτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πολυχρώτοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρως' όπως «ἔρως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
πολύχρως, -ωτος αρσενικό ή θηλυκό
- (σε επιθετική λειτουργία) πολύχροος
Πηγές
- πολύχρως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.