ποικιλόχρους
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ποικιλόχρους < → δείτε τη λέξη ποικιλόχροος με -χρους
Κλίση
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ποικιλόχροος > ποικιλόχρους | τὸ | ποικιλόχροον > ποικιλόχρουν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ποικιλοχρόου > ποικιλόχρου | τοῦ | ποικιλοχρόου > ποικιλόχρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ποικιλοχρόῳ > ποικιλόχρῳ | τῷ | ποικιλοχρόῳ > ποικιλόχρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ποικιλόχροον > ποικιλόχρουν | τὸ | ποικιλόχροον > ποικιλόχρουν | ||
| κλητική ὦ! | ποικιλόχροε > ποικιλόχρους | ποικιλόχροον > ποικιλόχρουν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ποικιλόχροοι > ποικιλόχροι | τὰ | ποικιλόχροᾰ > ποικιλόχροᾰ | ||
| γενική | τῶν | ποικιλοχρόων > ποικιλόχρων | τῶν | ποικιλοχρόων > ποικιλόχρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ποικιλοχρόοις > ποικιλόχροις | τοῖς | ποικιλοχρόοις > ποικιλόχροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ποικιλοχρόους > ποικιλόχρους | τὰ | ποικιλόχροᾰ > ποικιλόχροᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ποικιλόχροοι > ποικιλόχροι | ποικιλόχροᾰ > ποικιλόχροᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ποικιλοχρόω > ποικιλόχρω | τὼ | ποικιλοχρόω > ποικιλόχρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ποικιλοχρόοιν > ποικιλόχροιν | τοῖν | ποικιλοχρόοιν > ποικιλόχροιν | ||
| Οι σπάνιες κλητικές πτώσεις, ίδιες με τις ονομαστικές." | ||||||
| 2η κλίση, ομάδα 'εὔνοος εὔνους', Κατηγορία 'εὔνους' όπως «εὔνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- ποικιλόχρους - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.