πλοηγίς
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πλοηγίς | αἱ | πλοηγίδες | ||||
| γενική | τῆς | πλοηγίδος | τῶν | πλοηγίδων | ||||
| δοτική | τῇ | πλοηγίδι | ταῖς | πλοηγίσι(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | πλοηγίδα | τὰς | πλοηγίδας | ||||
| κλητική ὦ! | πλοηγίς* | πλοηγίδες | ||||||
| Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Αναφορές
- σελ. 64 - Λεωνίδας Παλάσκας, Αλέξανδρος Κουμελάς, Φίλιππος Ιωάννου, Ονοματολόγιον ναυτικόν. Εν Αθήναις: Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1884 [Εισαγωγή, υπογεγραμμένη το 1858] @anemi
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.