πλεκτική

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ple.ktiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλεκτική
ομόηχο: πλεκτικοί

Ουσιαστικό

πλεκτική θηλυκό

Σύνθετα

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πλεκτική

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.