πλανόωνται
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πλανόωνται: ομηρικός τύπος < ρήμα πλανάομαι με -όω
Ρηματικός τύπος
πλανόωνται
- (επικός τύπος ) γ΄ πρόσωπο πληθυντικού οριστικής ενεστώτα του πλανάομαι, με -όω, μέσης φωνής του πλανάω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 321
- ἵπποι δὲ πλανόωνται ἀνὰ δρόμον, οὐδὲ κατίσχει·
- τ' άλογα παραστρατούν εδώ κι εκεί στη διαδρομή της κούρσας, δεν τα συγκρατεί
- Σκηνή: μιλάει ο Νέστορας στο γιο του τον Αντίλοχο.
Πηγές
- πλανάομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.