πιστεύεις

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /piˈste.vis/

Ρηματικός τύπος

πιστεύεις

  1. β΄πρόσωπο ενικού οριστικής ενεστώτα του ρήματος πιστεύω
  2. (με το θα) β΄πρόσωπο ενικού οριστικής εξακολουθητικού μέλλοντα του ρήματος πιστεύω
  3. (με το να) β΄πρόσωπο ενικού υποτακτικής ενεστώτα του ρήματος πιστεύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.