πηχάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πηχάκι | τα | πηχάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | πηχάκι | τα | πηχάκια |
| κλητική | πηχάκι | πηχάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πηχάκι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
πηχάκι ουδέτερο
- μικρό μακρόστενο κομμάτι ξύλου ή σκληρού πλαστικού
- πρώτη ύλη για σοβατεπί (ξύλο, συνθετικό υλικό κτλ. κάποιες φορές κούφιο)
- συστατικό σύνθετου ξύλινου πάνελ-παζλ
- πολλά μασίφ ξύλινα πάνελ, αποτελούν παζλ από κολλημένα πηχάκια
Μεταφράσεις
πηχάκι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.