πεταρίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πεταρίζω < συμφυρμός των πετ(ώ) + (λαχτ)αρίζω[1]

Ρήμα

πεταρίζω

  1. κουνάω τα φτερά μου ελαφρά [1]
  2. (μεταφορικά) ελαφρές και συνεχείς συσπάσεις [1]
  3. κουνάω τα φτερά μου με αστάθεια [2]

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. πεταρίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ηλίας Ιω. Καμπανάς, Λεξικό της Δημοτικής: Ορθογραφικό, Ερμηνευτικό, ετυμολογικό (Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά 1990)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.