περιφράζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- περιφράζω < περιφράσσω < αρχαία ελληνική περιφράσσω
Ρήμα
περιφράζω, πρτ.: περιέφραζα, στ.μέλλ.: θα περιφράξω, αόρ.: περιέφραξα, παθ.φωνή: περιφράζομαι, μτχ.π.π.: περιφραγμένος
- συνηθισμένη εναλλακτική μορφή του: περιφράσσω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.