περιπλάνησις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική περιπλάνησῐς αἱ περιπλανήσεις
      γενική τῆς περιπλανήσεως τῶν περιπλανήσεων
      δοτική τῇ περιπλανήσει ταῖς περιπλανήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν περιπλάνησῐν τὰς περιπλανήσεις
     κλητική ! περιπλάνησῐ περιπλανήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περιπλανήσει
γεν-δοτ τοῖν  περιπλανησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περιπλάνησις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

περιπλάνησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.