περικόχλιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ περικόχλιον τὰ περικόχλι
      γενική τοῦ περικοχλίου τῶν περικοχλίων
      δοτική τῷ περικοχλί τοῖς περικοχλίοις
    αιτιατική τὸ περικόχλιον τὰ περικόχλι
     κλητική ! περικόχλιον περικόχλι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περικοχλίω
γεν-δοτ τοῖν  περικοχλίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περικόχλιον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

περικόχλιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.