περίσφιγξις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική περίσφιγξῐς αἱ περισφίγξεις
      γενική τῆς περισφίγξεως τῶν περισφίγξεων
      δοτική τῇ περισφίγξει ταῖς περισφίγξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν περίσφιγξῐν τὰς περισφίγξεις
     κλητική ! περίσφιγξῐ περισφίγξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περισφίγξει
γεν-δοτ τοῖν  περισφιγξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περίσφιγξις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

περίσφιγξις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.