περίστασις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | περίστασῐς | αἱ | περιστάσεις |
| γενική | τῆς | περιστάσεως | τῶν | περιστάσεων |
| δοτική | τῇ | περιστάσει | ταῖς | περιστάσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | περίστασῐν | τὰς | περιστάσεις |
| κλητική ὦ! | περίστασῐ | περιστάσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | περιστάσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | περιστασέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
περίστασις, -εως θηλυκό
Σύνθετα
- ἀντιπερίστασις
Πηγές
- περίστασις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- περίστασις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.