περίστασις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική περίστασῐς αἱ περιστάσεις
      γενική τῆς περιστάσεως τῶν περιστάσεων
      δοτική τῇ περιστάσει ταῖς περιστάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν περίστασῐν τὰς περιστάσεις
     κλητική ! περίστασῐ περιστάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περιστάσει
γεν-δοτ τοῖν  περιστασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περίστασις, ήδη τον 5ο αιώνα στον Ιπποκράτη < περιίστημι, περιστα- + -σις.  δείτε και τη λέξη στάσις

Ουσιαστικό

περίστασις, -εως θηλυκό

  1. το να στέκεται κανείς σε κύκλο γύρω από κάτι, να περιβάλλει κάτι
  2. περίσταση, κατάσταση των πραγμάτων

Σύνθετα

  • ἀντιπερίστασις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.