πενθοφορώ
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πενθοφορώ | πενθοφορούσα | θα πενθοφορώ | να πενθοφορώ | πενθοφορώντας | |
| β' ενικ. | πενθοφορείς | πενθοφορούσες | θα πενθοφορείς | να πενθοφορείς | (πενθοφόρει) | |
| γ' ενικ. | πενθοφορεί | πενθοφορούσε | θα πενθοφορεί | να πενθοφορεί | ||
| α' πληθ. | πενθοφορούμε | πενθοφορούσαμε | θα πενθοφορούμε | να πενθοφορούμε | ||
| β' πληθ. | πενθοφορείτε | πενθοφορούσατε | θα πενθοφορείτε | να πενθοφορείτε | πενθοφορείτε | |
| γ' πληθ. | πενθοφορούν(ε) | πενθοφορούσαν(ε) | θα πενθοφορούν(ε) | να πενθοφορούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πενθοφόρησα | θα πενθοφορήσω | να πενθοφορήσω | πενθοφορήσει | ||
| β' ενικ. | πενθοφόρησες | θα πενθοφορήσεις | να πενθοφορήσεις | πενθοφόρησε | ||
| γ' ενικ. | πενθοφόρησε | θα πενθοφορήσει | να πενθοφορήσει | |||
| α' πληθ. | πενθοφορήσαμε | θα πενθοφορήσουμε | να πενθοφορήσουμε | |||
| β' πληθ. | πενθοφορήσατε | θα πενθοφορήσετε | να πενθοφορήσετε | πενθοφορήστε | ||
| γ' πληθ. | πενθοφόρησαν πενθοφορήσαν(ε) |
θα πενθοφορήσουν(ε) | να πενθοφορήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πενθοφορήσει | είχα πενθοφορήσει | θα έχω πενθοφορήσει | να έχω πενθοφορήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πενθοφορήσει | είχες πενθοφορήσει | θα έχεις πενθοφορήσει | να έχεις πενθοφορήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πενθοφορήσει | είχε πενθοφορήσει | θα έχει πενθοφορήσει | να έχει πενθοφορήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πενθοφορήσει | είχαμε πενθοφορήσει | θα έχουμε πενθοφορήσει | να έχουμε πενθοφορήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πενθοφορήσει | είχατε πενθοφορήσει | θα έχετε πενθοφορήσει | να έχετε πενθοφορήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πενθοφορήσει | είχαν πενθοφορήσει | θα έχουν πενθοφορήσει | να έχουν πενθοφορήσει |
| |
Μεταφράσεις
πενθοφορώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.