πενθηφορώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πενθηφορώ < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πενθηφορῶ < πένθ(ος) + -η- + φορῶ κατά το ελληνιστικό μελανηφορῶ [1]
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πενθηφορώ | πενθηφορούσα | θα πενθηφορώ | να πενθηφορώ | πενθηφορώντας | |
| β' ενικ. | πενθηφορείς | πενθηφορούσες | θα πενθηφορείς | να πενθηφορείς | (πενθηφόρει) | |
| γ' ενικ. | πενθηφορεί | πενθηφορούσε | θα πενθηφορεί | να πενθηφορεί | ||
| α' πληθ. | πενθηφορούμε | πενθηφορούσαμε | θα πενθηφορούμε | να πενθηφορούμε | ||
| β' πληθ. | πενθηφορείτε | πενθηφορούσατε | θα πενθηφορείτε | να πενθηφορείτε | πενθηφορείτε | |
| γ' πληθ. | πενθηφορούν(ε) | πενθηφορούσαν(ε) | θα πενθηφορούν(ε) | να πενθηφορούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πενθηφόρησα | θα πενθηφορήσω | να πενθηφορήσω | πενθηφορήσει | ||
| β' ενικ. | πενθηφόρησες | θα πενθηφορήσεις | να πενθηφορήσεις | πενθηφόρησε | ||
| γ' ενικ. | πενθηφόρησε | θα πενθηφορήσει | να πενθηφορήσει | |||
| α' πληθ. | πενθηφορήσαμε | θα πενθηφορήσουμε | να πενθηφορήσουμε | |||
| β' πληθ. | πενθηφορήσατε | θα πενθηφορήσετε | να πενθηφορήσετε | πενθηφορήστε | ||
| γ' πληθ. | πενθηφόρησαν πενθηφορήσαν(ε) |
θα πενθηφορήσουν(ε) | να πενθηφορήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πενθηφορήσει | είχα πενθηφορήσει | θα έχω πενθηφορήσει | να έχω πενθηφορήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πενθηφορήσει | είχες πενθηφορήσει | θα έχεις πενθηφορήσει | να έχεις πενθηφορήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πενθηφορήσει | είχε πενθηφορήσει | θα έχει πενθηφορήσει | να έχει πενθηφορήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πενθηφορήσει | είχαμε πενθηφορήσει | θα έχουμε πενθηφορήσει | να έχουμε πενθηφορήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πενθηφορήσει | είχατε πενθηφορήσει | θα έχετε πενθηφορήσει | να έχετε πενθηφορήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πενθηφορήσει | είχαν πενθηφορήσει | θα έχουν πενθηφορήσει | να έχουν πενθηφορήσει |
| |
Μεταφράσεις
πενθηφορώ
|
Αναφορές
- πενθηφορώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.