πεζοδρόμιον
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | πεζοδρόμιον | τὰ | πεζοδρόμια | ||||
| γενική | τοῦ | πεζοδρομίου | τῶν | πεζοδρομίων | ||||
| δοτική | τῷ | πεζοδρομίῳ | τοῖς | πεζοδρομίοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | πεζοδρόμιον | τὰ | πεζοδρόμια | ||||
| κλητική ὦ! | πεζοδρόμιον | πεζοδρόμια | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- πεζοδρόμιον (μαρτυρείται από το 1865)[1] < → και δείτε τη λέξη πεζοδρόμιο
- Διαφορετικό το μεσαιωνικό πεζοδρόμιον.
Αναφορές
- σελ. 789, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- πεζοδρόμιον < πεζοδρόμ(ος) + -ιον (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
πεζοδρόμιον, -ίου ουδέτερο
- αγώνας δρόμου πεζών
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Μανασσῆς, Κωνσταντῖνος, De cerimoniis aulae Byzantinae @catholiclibrary.org
- ἐφεξῆς δὲ ταύτης τῆς ἡμέρας τελεῖται πεζοδρόμιον βωτὸν τῶν πολιτῶν τυπωθὲν ἐπὶ Λέοντος τοῦ φιλοχρίστου δεσπότου, καὶ δίδονται σφραγίδια ὡς κατὰ τύπον τοῦ βωτοῦ πεζοδρομίου, καὶ προτίθεται κλητώριον τῷ βασιλεῖ ἐπὶ ἀποκοπτῆς τραπέζης κατὰ τὴν μέσην θέσιν τοῦ περιφανοῦς τρικλίνου τῶν ιθʹ τερπνῶν ἀκουβίτων, καὶ συνεστιῶνται τῷ βασιλεῖ οἱ πραιπόσιτοι σὺν τοῖς εὐνούχοις πρωτοσπαθαρίοις καὶ πριμικηρίοις, τὸν ἀριθμὸν ἓξ, ὡσαύτως καὶ πάντες οἱ πένητες οἱ τὰ σφραγίδια τοῦ βασιλέως διὰ χειρὸς τῶν μεγιστάνων λαβόντες
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Μανασσῆς, Κωνσταντῖνος, De cerimoniis aulae Byzantinae @catholiclibrary.org
Κλιτικοί τύποι
- πεζοδρομίου (γενική ενικού)
- πεζοδρόμιον (αιτιατική ενικού)
Συγγενικά
- πεζοδρομεύς
- πεζοδρομέω
- πεζοδρόμος
Πηγές
- πεζοδρόμιον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.