παροχέτευσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | παροχέτευσῐς | αἱ | παροχετεύσεις |
| γενική | τῆς | παροχετεύσεως | τῶν | παροχετεύσεων |
| δοτική | τῇ | παροχετεύσει | ταῖς | παροχετεύσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | παροχέτευσῐν | τὰς | παροχετεύσεις |
| κλητική ὦ! | παροχέτευσῐ | παροχετεύσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παροχετεύσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | παροχετευσέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παροχέτευσις < παροχετεύ(ω) + -σις
Πηγές
- παροχέτευσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.