παραχαράζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | παραχαράζομαι | παραχαραζόμουν(α) | θα παραχαράζομαι | να παραχαράζομαι | ||
| β' ενικ. | παραχαράζεσαι | παραχαραζόσουν(α) | θα παραχαράζεσαι | να παραχαράζεσαι | (παραχαράζου) | |
| γ' ενικ. | παραχαράζεται | παραχαραζόταν(ε) | θα παραχαράζεται | να παραχαράζεται | ||
| α' πληθ. | παραχαραζόμαστε | παραχαραζόμαστε παραχαραζόμασταν |
θα παραχαραζόμαστε | να παραχαραζόμαστε | ||
| β' πληθ. | παραχαράζεστε | παραχαραζόσαστε παραχαραζόσασταν |
θα παραχαράζεστε | να παραχαράζεστε | (παραχαράζεστε) | |
| γ' πληθ. | παραχαράζονται | παραχαράζονταν παραχαραζόντουσαν |
θα παραχαράζονται | να παραχαράζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | παραχαράχτηκα | θα παραχαραχτώ | να παραχαραχτώ | παραχαραχτεί | ||
| β' ενικ. | παραχαράχτηκες | θα παραχαραχτείς | να παραχαραχτείς | παραχαράξου | ||
| γ' ενικ. | παραχαράχτηκε | θα παραχαραχτεί | να παραχαραχτεί | |||
| α' πληθ. | παραχαραχτήκαμε | θα παραχαραχτούμε | να παραχαραχτούμε | |||
| β' πληθ. | παραχαραχτήκατε | θα παραχαραχτείτε | να παραχαραχτείτε | παραχαραχτείτε | ||
| γ' πληθ. | παραχαράχτηκαν παραχαραχτήκαν(ε) |
θα παραχαραχτούν(ε) | να παραχαραχτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω παραχαραχτεί | είχα παραχαραχτεί | θα έχω παραχαραχτεί | να έχω παραχαραχτεί | παραχαραγμένος | |
| β' ενικ. | έχεις παραχαραχτεί | είχες παραχαραχτεί | θα έχεις παραχαραχτεί | να έχεις παραχαραχτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει παραχαραχτεί | είχε παραχαραχτεί | θα έχει παραχαραχτεί | να έχει παραχαραχτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε παραχαραχτεί | είχαμε παραχαραχτεί | θα έχουμε παραχαραχτεί | να έχουμε παραχαραχτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε παραχαραχτεί | είχατε παραχαραχτεί | θα έχετε παραχαραχτεί | να έχετε παραχαραχτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν παραχαραχτεί | είχαν παραχαραχτεί | θα έχουν παραχαραχτεί | να έχουν παραχαραχτεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.