παρατραβώ
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
παρατραβώ
- τραβώ περισσότερο απ' ό,τι θα έπρεπε
- (μεταβατικό) παρατείνω κάτι
- (μεταφορικά) το παρατραβάω γίνομαι ενοχλητικός, φορτικός
- καμιά φορά, το παρατραβάει το πράμα
- (μεταφορικά) το παρατραβάω γίνομαι ενοχλητικός, φορτικός
- (αμετάβατο) παρατείνομαι υπερβολικά
- αρκετά πια, παρατράβηξε αυτή η ιστορία!
- → δείτε τη λέξη παρατραβάω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.