παραβάλλομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παραβάλλομαι < παθητική φωνή του ρήματος παραβάλλω
Ρήμα
παραβάλλομαι
- συγκρίνομαι, παραλληλίζομαι
- "Δε δέχομαι να παραβάλλομαι με τον Παύλο, αυτός είναι αγενής και αμόρφωτος!"
Συγγενικά
- αντιπαραβάλλομαι
- απαράβλητος
- παράβλημα
- παραβολή
- παραβολικός
- παράβολο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.