παράξενα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
παράξενα < παράξεν(ος) + -α
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈɾa.kse.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρά‐ξε‐να
Επίρρημα
παράξενα
Μεταφράσεις
παράξενα
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
παράξενα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παράξενο, ουδέτερο του παράξενος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.