ανεξήγητα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανεξήγητα < ανεξήγητος

Επίρρημα

ανεξήγητα

  • δίχως λογική ερμηνεία, χωρίς κάτι να εξηγεί μια ενέργεια
  • Μου επιτέθηκε εντελώς ανεξήγητα, στα καλά καθούμενα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ανεξήγητα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.