παπαδοπαίδι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παπαδοπαίδι τα παπαδοπαίδια
      γενική
    αιτιατική το παπαδοπαίδι τα παπαδοπαίδια
     κλητική παπαδοπαίδι παπαδοπαίδια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παπαδοπαίδι < παπάς + -ο- + παιδί +

Ουσιαστικό

παπαδοπαίδι ουδέτερο

  1. το παιδί ενός παπά
  2. (κατ’ επέκταση) παιδί που βοηθά στις λειτουργικές ανάγκες μιας εκκλησίας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.