παλαιά σαξονικά
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.leˈa sa.kso.niˈka/
Πολυλεκτικός όρος
παλαιά σαξονικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- παλαιά σαξονική (εννοείται: γλώσσα)
- παλαιά γερμανικά, παλαιά γερμανική
Σημειώσεις
- κωδικός γλώσσας: osx
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.