παλαβώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παλαβώνω < παλαβός + -ώνω

Ρήμα

παλαβώνω

  1. τρελαίνομαι, φέρομαι σαν τρελός
    Τι λόγια είναι που λες; Παλάβωσες;
  2. τρελαίνομαι, τα χάνω
    έχω παλαβώσει στην πολλή δουλειά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.