παιδοκομώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παιδοκομώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παιδοκομῶ[1] συνηρημένος τύπος του παιδοκομέω. Συγχρονικά αναλύεται σε παιδο- + -κομώ
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.ðo.koˈmo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παι‐δο‐κο‐μώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | παιδοκομώ | παιδοκομούσα | θα παιδοκομώ | να παιδοκομώ | παιδοκομώντας | |
| β' ενικ. | παιδοκομείς | παιδοκομούσες | θα παιδοκομείς | να παιδοκομείς | ||
| γ' ενικ. | παιδοκομεί | παιδοκομούσε | θα παιδοκομεί | να παιδοκομεί | ||
| α' πληθ. | παιδοκομούμε | παιδοκομούσαμε | θα παιδοκομούμε | να παιδοκομούμε | ||
| β' πληθ. | παιδοκομείτε | παιδοκομούσατε | θα παιδοκομείτε | να παιδοκομείτε | παιδοκομείτε | |
| γ' πληθ. | παιδοκομούν(ε) | παιδοκομούσαν(ε) | θα παιδοκομούν(ε) | να παιδοκομούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | παιδοκόμησα | θα παιδοκομήσω | να παιδοκομήσω | παιδοκομήσει | ||
| β' ενικ. | παιδοκόμησες | θα παιδοκομήσεις | να παιδοκομήσεις | παιδοκόμησε | ||
| γ' ενικ. | παιδοκόμησε | θα παιδοκομήσει | να παιδοκομήσει | |||
| α' πληθ. | παιδοκομήσαμε | θα παιδοκομήσουμε | να παιδοκομήσουμε | |||
| β' πληθ. | παιδοκομήσατε | θα παιδοκομήσετε | να παιδοκομήσετε | παιδοκομήστε | ||
| γ' πληθ. | παιδοκόμησαν παιδοκομήσαν(ε) |
θα παιδοκομήσουν(ε) | να παιδοκομήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω παιδοκομήσει | είχα παιδοκομήσει | θα έχω παιδοκομήσει | να έχω παιδοκομήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις παιδοκομήσει | είχες παιδοκομήσει | θα έχεις παιδοκομήσει | να έχεις παιδοκομήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει παιδοκομήσει | είχε παιδοκομήσει | θα έχει παιδοκομήσει | να έχει παιδοκομήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε παιδοκομήσει | είχαμε παιδοκομήσει | θα έχουμε παιδοκομήσει | να έχουμε παιδοκομήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε παιδοκομήσει | είχατε παιδοκομήσει | θα έχετε παιδοκομήσει | να έχετε παιδοκομήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν παιδοκομήσει | είχαν παιδοκομήσει | θα έχουν παιδοκομήσει | να έχουν παιδοκομήσει |
| |
Μεταφράσεις
παιδοκομώ
|
|
Αναφορές
- παιδοκομώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.