παιδευτήριον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

παιδευτήριον < ελληνιστική κοινή παιδευτήριον

Ουσιαστικό

παιδευτήριον ουδέτερο

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ παιδευτήριον τὰ παιδευτήρι
      γενική τοῦ παιδευτηρίου τῶν παιδευτηρίων
      δοτική τῷ παιδευτηρί τοῖς παιδευτηρίοις
    αιτιατική τὸ παιδευτήριον τὰ παιδευτήρι
     κλητική ! παιδευτήριον παιδευτήρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παιδευτηρίω
γεν-δοτ τοῖν  παιδευτηρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παιδευτήριον < παιδεύ(ω) + -τήριον

Ουσιαστικό

παιδευτήριον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.