παιδαγώγησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | παιδαγώγησῐς | αἱ | παιδαγωγήσεις | ||||
| γενική | τῆς | παιδαγωγήσεως | τῶν | παιδαγωγήσεων | ||||
| δοτική | τῇ | παιδαγωγήσει | ταῖς | παιδαγωγήσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | παιδαγώγησῐν | τὰς | παιδαγωγήσεις | ||||
| κλητική ὦ! | παιδαγώγησῐ | παιδαγωγήσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παιδαγωγήσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | παιδαγωγησέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- παιδαγώγησις < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- παιδαγώγησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.