παιδαγώγησις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παιδαγώγησῐς αἱ παιδαγωγήσεις
      γενική τῆς παιδαγωγήσεως τῶν παιδαγωγήσεων
      δοτική τῇ παιδαγωγήσει ταῖς παιδαγωγήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παιδαγώγησῐν τὰς παιδαγωγήσεις
     κλητική ! παιδαγώγησῐ παιδαγωγήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παιδαγωγήσει
γεν-δοτ τοῖν  παιδαγωγησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παιδαγώγησις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

παιδαγώγησις θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.