παίδεψες
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpe.ðe.pses/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παί‐δε‐ψες
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
παίδεψες
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παίδεψη (λαϊκότροπο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.