πίνω το αμίλητο νερό

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πίνω το αμίλητο νερό < λείπει η ετυμολογία

Έκφραση

πίνω το αμίλητο νερό

Συνώνυμα

  • βουλώνω το στόμα μου
  • είμαι μούγκα
  • είμαι μούγγα στη στρούγκα
  • κάνω τουμπεκί
  • κάνω τουμπεκί ψιλοκομμένο
  • καταπίνω το σάλιο μου
  • καταπίνω τη γλώσσα μου
  • το βουλώνω

Αντώνυμα

  • είμαι όλο πάρλα
  • τρώω γλιστρίδα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.