πίνω το αμίλητο νερό
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πίνω το αμίλητο νερό < → λείπει η ετυμολογία
Συνώνυμα
- βουλώνω το στόμα μου
- είμαι μούγκα
- είμαι μούγγα στη στρούγκα
- κάνω τουμπεκί
- κάνω τουμπεκί ψιλοκομμένο
- καταπίνω το σάλιο μου
- καταπίνω τη γλώσσα μου
- το βουλώνω
Αντώνυμα
- είμαι όλο πάρλα
- τρώω γλιστρίδα
Μεταφράσεις
πίνω το αμίλητο νερό
|
|
Πηγές
- πίνω το αμίλητο νερό - Ιδιωματικές εκφράσεις στο ΙΔΙΟΝ, Ινστιτούτο Επεξεργασίας του Λόγου.
- αμίλητος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.